Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατανύσσομαι
κατανύω
κατᾶξαι
καταξαίνω
καταξενόομαι
καταξηραίνομαι
καταξιοπιστέομαι
κατάξιος
καταξιόω
καταξίωσις
κατᾱ́ξω
καταπαγίως
καταπαιδεραστέω
καταπαλαίω
καταπάλτης
κατάπαστος
καταπατέω
καταπάττω
κατάπαυμα
κατάπαυσις
καταπαύω
View word page
κατᾱ́ξω
κατᾱ́ξωfut.seeκατᾱ́γνῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατᾱ́ξω
Headword (normalized):
κατᾱ́ξω
Headword (normalized/stripped):
καταξω
IDX:
21601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21602
Key:
κατᾱ́ξω

Data

{'headword_display': '<b>κατᾱ́ξω</b>', 'content': '<XE><RefFm>κατᾱ́ξω<LblR>fut.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>κατᾱ́γνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατᾱ́ξω'}