Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταντλέω
κατανύσσομαι
κατανύω
κατᾶξαι
καταξαίνω
καταξενόομαι
καταξηραίνομαι
καταξιοπιστέομαι
κατάξιος
καταξιόω
καταξίωσις
κατᾱ́ξω
καταπαγίως
καταπαιδεραστέω
καταπαλαίω
καταπάλτης
κατάπαστος
καταπατέω
καταπάττω
κατάπαυμα
κατάπαυσις
View word page
καταξίωσις
καταξίωσιςεωςf high esteem, respectfor personsPlb.

ShortDef

high esteem, reputation

Debugging

Headword:
καταξίωσις
Headword (normalized):
καταξίωσις
Headword (normalized/stripped):
καταξιωσις
IDX:
21600
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21601
Key:
καταξίωσις

Data

{'headword_display': '<b>καταξίωσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταξίωσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>high esteem, respect<Expl>for persons</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταξίωσις'}