Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάντης
καταντικρῡ́
καταντίον
καταντιπέρᾱν
καταντλέω
κατανύσσομαι
κατανύω
κατᾶξαι
καταξαίνω
καταξενόομαι
καταξηραίνομαι
καταξιοπιστέομαι
κατάξιος
καταξιόω
καταξίωσις
κατᾱ́ξω
καταπαγίως
καταπαιδεραστέω
καταπαλαίω
καταπάλτης
κατάπαστος
View word page
κατα-ξηραίνομαι
καταξηραίνομαιpass.vb of fleshy matterbecome dryPl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταξηραίνομαι
Headword (normalized):
καταξηραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
καταξηραινομαι
IDX:
21596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21597
Key:
καταξηραίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-ξηραίνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>ξηραίνομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of fleshy matter</Indic><Tr>become dry</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταξηραίνομαι'}