Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντης
καταντικρῡ́
καταντίον
καταντιπέρᾱν
καταντλέω
κατανύσσομαι
κατανύω
κατᾶξαι
καταξαίνω
καταξενόομαι
καταξηραίνομαι
καταξιοπιστέομαι
κατάξιος
καταξιόω
καταξίωσις
κατᾱ́ξω
View word page
κατα-νύσσομαι
κατανύσσομαιpass.vb be stabbed or woundedfig.be deeply painedw.acc.in one's heartNT.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατανύσσομαι
Headword (normalized):
κατανύσσομαι
Headword (normalized/stripped):
κατανυσσομαι
IDX:
21591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21592
Key:
κατανύσσομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-νύσσομαι</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>νύσσομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>be stabbed or wounded</Def><vS2><Indic>fig.</Indic><Tr>be deeply pained</Tr><Cmpl><GLbl>w.acc.</GLbl>in one's heart<Au>NT.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'κατανύσσομαι'}