Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατανθρακόομαι
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανῑ́φω
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατᾱ́νομαι
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντης
καταντικρῡ́
καταντίον
καταντιπέρᾱν
καταντλέω
κατανύσσομαι
κατανύω
κατᾶξαι
View word page
κατα-νοτίζω
κατανοτίζωvb of lamentationmoistenthe eyesE.tm.

ShortDef

to bedew

Debugging

Headword:
κατανοτίζω
Headword (normalized):
κατανοτίζω
Headword (normalized/stripped):
κατανοτιζω
IDX:
21583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21584
Key:
κατανοτίζω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-νοτίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>νοτίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of lamentation</Indic><Tr>moisten</Tr><Obj>the eyes<Au>E.<LblR>tm.</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατανοτίζω'}