Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατανήλισκον
κατανθρακόομαι
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανῑ́φω
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατᾱ́νομαι
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντης
καταντικρῡ́
καταντίον
καταντιπέρᾱν
καταντλέω
κατανύσσομαι
κατανύω
View word page
κατα-νοστέω
κατανοστέωcontr.vb return from exilePlb.

ShortDef

return from banishment

Debugging

Headword:
κατανοστέω
Headword (normalized):
κατανοστέω
Headword (normalized/stripped):
κατανοστεω
IDX:
21582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21583
Key:
κατανοστέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-νοστέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>νοστέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>return from exile</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατανοστέω'}