Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατανέω
κατανήλισκον
κατανθρακόομαι
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανῑ́φω
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατᾱ́νομαι
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντης
καταντικρῡ́
καταντίον
καταντιπέρᾱν
καταντλέω
κατανύσσομαι
View word page
κατα-νομοθετέω
κατανομοθετέωcontr.vb of a principle underlying a lawcodemake laws againstobjectionscounter-legislatePl.

ShortDef

legislate

Debugging

Headword:
κατανομοθετέω
Headword (normalized):
κατανομοθετέω
Headword (normalized/stripped):
κατανομοθετεω
IDX:
21581
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21582
Key:
κατανομοθετέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-νομοθετέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>νομοθετέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a principle underlying a lawcode</Indic><Def>make laws against<Expl>objections</Expl></Def><Tr>counter-legislate</Tr><Au>Pl.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατανομοθετέω'}