Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατανέω
κατανέω
κατανήλισκον
κατανθρακόομαι
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανῑ́φω
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατᾱ́νομαι
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντης
καταντικρῡ́
καταντίον
καταντιπέρᾱν
καταντλέω
View word page
κατ-ᾱ́νομαι
κατᾱ́νομαιep.pass.vbἀνύω of provisionsbe used up, be consumedOd.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατᾱ́νομαι
Headword (normalized):
κατᾱ́νομαι
Headword (normalized/stripped):
κατανομαι
IDX:
21580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21581
Key:
κατᾱ́νομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ᾱ́νομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ᾱ́νομαι</HL><PS>ep.pass.vb</PS><Ety><Ref>ἀνύω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of provisions</Indic><Tr>be used up, be consumed</Tr><Au>Od.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'κατᾱ́νομαι'}