Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω
κατανέω
κατανήλισκον
κατανθρακόομαι
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανῑ́φω
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατᾱ́νομαι
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντης
καταντικρῡ́
καταντίον
View word page
κατανόημα
κατανόημαατοςn strategy, ideafor making moneyArist.

ShortDef

purpose, contrivance

Debugging

Headword:
κατανόημα
Headword (normalized):
κατανόημα
Headword (normalized/stripped):
κατανοημα
IDX:
21578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21579
Key:
κατανόημα

Data

{'headword_display': '<b>κατανόημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατανόημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Tr>strategy, idea<Expl>for making money</Expl></Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατανόημα'}