Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατανείφω
κατανέμω
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω
κατανέω
κατανήλισκον
κατανθρακόομαι
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανῑ́φω
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατᾱ́νομαι
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
κατάντης
View word page
κατανῑ́φω
κατανῑ́φωvbseeκατανείφω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
κατανῑ́φω
Headword (normalized):
κατανῑ́φω
Headword (normalized/stripped):
κατανιφω
IDX:
21576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21577
Key:
κατανῑ́φω

Data

{'headword_display': '<b>κατανῑ́φω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>κατανῑ́φω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>κατανείφω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'κατανῑ́φω'}