Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταναυμαχέω
κατανείφω
κατανέμω
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω
κατανέω
κατανήλισκον
κατανθρακόομαι
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανῑ́φω
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατᾱ́νομαι
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοτίζω
κάταντα
καταντάω
View word page
κατ-ανίσταμαι
κατανίσταμαιmid.vbathem.aor.act.
κατανέστην
rise up againstw.gen.critics, enemies, authoritiesPlb.

ShortDef

rise up against

Debugging

Headword:
κατανίσταμαι
Headword (normalized):
κατανίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
κατανισταμαι
IDX:
21575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21576
Key:
κατανίσταμαι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-ανίσταμαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>ανίσταμαι</HL><PS>mid.vb</PS><FG><Tns><Lbl>athem.aor.act.</Lbl><Form>κατανέστην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>rise up against</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>critics, enemies, authorities<Au>Plb.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'κατανίσταμαι'}