Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανείφω
κατανέμω
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω
κατανέω
κατανήλισκον
κατανθρακόομαι
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανῑ́φω
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατᾱ́νομαι
κατανομοθετέω
κατανοστέω
κατανοτίζω
κάταντα
View word page
κατα-νίσσομαι
κατανίσσομαιep.mid.vbνῑ́σομαι of a streamgo down, descendw.adv.to a plainAR. of Dionysuscome backw.acc.to Thebesfr. IndiaAR.cj.

ShortDef

go or come down from; go through

Debugging

Headword:
κατανίσσομαι
Headword (normalized):
κατανίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
κατανισσομαι
IDX:
21574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21575
Key:
κατανίσσομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-νίσσομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>νίσσομαι</HL><PS>ep.mid.vb</PS><Ety><Ref>νῑ́σομαι</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of a stream</Indic><Tr>go down, descend</Tr><Cmpl><GLbl>w.adv.</GLbl>to a plain<Au>AR.</Au></Cmpl> </vS1> <vS1><Indic>of Dionysus</Indic><Tr>come back</Tr><Cmpl><GLbl>w.acc.</GLbl>to Thebes<Expl>fr. India</Expl><Au>AR.<LblR>cj.</LblR></Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'κατανίσσομαι'}