Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταναγκάζω
καταναίω
κατανᾱλίσκω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανείφω
κατανέμω
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω
κατανέω
κατανήλισκον
κατανθρακόομαι
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανῑ́φω
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατᾱ́νομαι
κατανομοθετέω
View word page
κατα-νέω2
κατανέω2contr.vbνέω3 pile up, heapfrankincensew.prep.phr.on an altar, to burn itHdt.

ShortDef

to heap up
spin out

Debugging

Headword:
κατανέω
Headword (normalized):
κατανέω
Headword (normalized/stripped):
κατανεω
IDX:
21571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21572
Key:
κατανέω_2

Data

{'headword_display': '<b>κατα-νέω</b><sup>2</sup>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>νέω<Hm>2</Hm></HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>νέω<Hm>3</Hm></Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>pile up, heap</Tr><Obj>frankincense<Expl><GLbl>w.prep.phr.</GLbl>on an altar, to burn it</Expl><Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατανέω_2'}