Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμώκησις
καταναγκάζω
καταναίω
κατανᾱλίσκω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανείφω
κατανέμω
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω
κατανέω
κατανήλισκον
κατανθρακόομαι
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανῑ́φω
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
κατᾱ́νομαι
View word page
κατα-νέω1
κατα-νέω1contr.vbνέω2ep.3pl.aor.mid.tm.
κατὰ ... νήσαντο
mid.of the Fatesspin outa destinyw.dat.for someoneOd.

ShortDef

to heap up
spin out

Debugging

Headword:
κατανέω
Headword (normalized):
κατανέω
Headword (normalized/stripped):
κατανεω
IDX:
21570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21571
Key:
κατανέω_1

Data

{'headword_display': '<b>κατα-νέω</b><sup>1</sup>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα-νέω<Hm>1</Hm></HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>νέω<Hm>2</Hm></Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>ep.3pl.aor.mid.<Expl>tm.</Expl></Lbl><Form>κατὰ ... νήσαντο</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Indic>of the Fates</Indic><Tr>spin out</Tr><Obj>a destiny<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>for someone</Expl><Au>Od.</Au></Obj></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'κατανέω_1'}