Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταναγκάζω
καταναίω
κατανᾱλίσκω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανείφω
κατανέμω
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω
κατανέω
κατανήλισκον
κατανθρακόομαι
κατανίσσομαι
κατανίσταμαι
κατανῑ́φω
κατανοέω
κατανόημα
κατανόησις
View word page
κατα-νεφόω
κατανεφόωcontr.vbνέφος of mistcover with cloudmountain peaksPlu.

ShortDef

overcloud

Debugging

Headword:
κατανεφόω
Headword (normalized):
κατανεφόω
Headword (normalized/stripped):
κατανεφοω
IDX:
21569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21570
Key:
κατανεφόω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-νεφόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>νεφόω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>νέφος</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Indic>of mist</Indic><Tr>cover with cloud</Tr><Obj>mountain peaks<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατανεφόω'}