Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύομαι
καταμῡ́ω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταναγκάζω
καταναίω
κατανᾱλίσκω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανείφω
κατανέμω
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω
κατανέω
κατανήλισκον
κατανθρακόομαι
κατανίσσομαι
View word page
κατα-νάσσω
κατανάσσωvbaor.
κατέναξα
stamp downearthto make a pathHdt.

ShortDef

to stamp

Debugging

Headword:
κατανάσσω
Headword (normalized):
κατανάσσω
Headword (normalized/stripped):
κατανασσω
IDX:
21564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21565
Key:
κατανάσσω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-νάσσω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>νάσσω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>κατέναξα</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>stamp down</Tr><Obj>earth<Expl>to make a path</Expl><Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'κατανάσσω'}