Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμπέχω
καταμπίσχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύομαι
καταμῡ́ω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταναγκάζω
καταναίω
κατανᾱλίσκω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανείφω
κατανέμω
κατανεύω
κατανεφόω
κατανέω
View word page
καταμώκησις
καταμώκησιςεωςf act of making a laughing-stockexposure to ridiculeof persons, deedsPlb.

ShortDef

mockery

Debugging

Headword:
καταμώκησις
Headword (normalized):
καταμώκησις
Headword (normalized/stripped):
καταμωκησις
IDX:
21560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21561
Key:
καταμώκησις

Data

{'headword_display': '<b>καταμώκησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταμώκησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Def>act of making a laughing-stock</Def><Tr>exposure to ridicule<Expl>of persons, deeds</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταμώκησις'}