Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμπέχω
καταμπίσχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύομαι
καταμῡ́ω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταναγκάζω
καταναίω
κατανᾱλίσκω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανείφω
κατανέμω
κατανεύω
κατανεφόω
View word page
κατα-μωκάομαι
καταμωκάομαιmid.contr.vbμωκάομαι mock make a laughing-stockw.gen.of someonePlu.

ShortDef

to mock at

Debugging

Headword:
καταμωκάομαι
Headword (normalized):
καταμωκάομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμωκαομαι
IDX:
21559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21560
Key:
καταμωκάομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-μωκάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>μωκάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS><Ety><Gr>μωκάομαι</Gr> <ital>mock</ital></Ety></vHG> <vS1> <Tr>make a laughing-stock</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>of someone<Au>Plu.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταμωκάομαι'}