Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμπέχω
καταμπίσχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύομαι
καταμῡ́ω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταναγκάζω
καταναίω
κατανᾱλίσκω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανείφω
κατανέμω
κατανεύω
View word page
κατ-αμφικαλύπτω
καταμφικαλύπτωvb wrap around as a coveringwrapa cloakw.dat.around one's headOd.tm.

ShortDef

to put all round

Debugging

Headword:
καταμφικαλύπτω
Headword (normalized):
καταμφικαλύπτω
Headword (normalized/stripped):
καταμφικαλυπτω
IDX:
21558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21559
Key:
καταμφικαλύπτω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αμφικαλύπτω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>αμφικαλύπτω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Def>wrap around as a covering</Def><Tr>wrap</Tr><Obj>a cloak<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>around one's head</Expl><Au>Od.<LblR>tm.</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'καταμφικαλύπτω'}