Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμπέχω
καταμπίσχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύομαι
καταμῡ́ω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταναγκάζω
καταναίω
κατανᾱλίσκω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
κατανείφω
View word page
κατα-μυττωτεύομαι
καταμυττωτεύομαιAtt.pass.vb fig., of a citybe completely mashed upbe turned into mincemeatby warAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμυττωτεύομαι
Headword (normalized):
καταμυττωτεύομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμυττωτευομαι
IDX:
21556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21557
Key:
καταμυττωτεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-μυττωτεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>μυττωτεύομαι</HL><PS>Att.pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>fig., of a city</Indic><Def>be completely mashed up</Def><Tr>be turned into mincemeat<Expl>by war</Expl></Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταμυττωτεύομαι'}