Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμιμνήσκομαι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμπέχω
καταμπίσχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύομαι
καταμῡ́ω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταναγκάζω
καταναίω
κατανᾱλίσκω
κατανάσσω
καταναυμαχέω
View word page
κατ-αμύσσω
καταμύσσωvb of a dogtear, scratchsomeone's skinTheoc.tm.mid., of a personone's hand, forehead, noseIl. Hdt.

ShortDef

to tear, scratch

Debugging

Headword:
καταμύσσω
Headword (normalized):
καταμύσσω
Headword (normalized/stripped):
καταμυσσω
IDX:
21555
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21556
Key:
καταμύσσω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αμύσσω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>αμύσσω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of a dog</Indic><Tr>tear, scratch</Tr><Obj>someone's skin<Au>Theoc.<LblR>tm.</LblR></Au></Obj><vS2><Indic>mid., of a person</Indic><Obj>one's hand, forehead, nose<Au>Il. Hdt.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>", 'key': 'καταμύσσω'}