Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμῑ́γνῡμι
καταμιμνήσκομαι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμπέχω
καταμπίσχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύομαι
καταμῡ́ω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταναγκάζω
καταναίω
κατανᾱλίσκω
κατανάσσω
View word page
κατάμυσις
κατάμυσιςεωςfκαταμῡ́ω closing of the eyesPlu.

ShortDef

a closing of the eyes

Debugging

Headword:
κατάμυσις
Headword (normalized):
κατάμυσις
Headword (normalized/stripped):
καταμυσις
IDX:
21554
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21555
Key:
κατάμυσις

Data

{'headword_display': '<b>κατάμυσις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατάμυσις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>καταμῡ́ω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>closing of the eyes</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατάμυσις'}