Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμιαίνω
καταμῑ́γνῡμι
καταμιμνήσκομαι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμπέχω
καταμπίσχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύομαι
καταμῡ́ω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταναγκάζω
καταναίω
κατανᾱλίσκω
View word page
κατ-αμπίσχω
καταμπίσχωvb of the godsencompass, covera man who dies bravelyw.dat.w. earth that lies lightly on himE.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμπίσχω
Headword (normalized):
καταμπίσχω
Headword (normalized/stripped):
καταμπισχω
IDX:
21553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21554
Key:
καταμπίσχω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αμπίσχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>αμπίσχω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of the gods</Indic><Tr>encompass, cover</Tr><Obj>a man who dies bravely<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. earth that lies lightly on him</Expl><Au>E.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταμπίσχω'}