Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμηνῡ́ω
καταμιαίνω
καταμῑ́γνῡμι
καταμιμνήσκομαι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμπέχω
καταμπίσχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύομαι
καταμῡ́ω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταναγκάζω
καταναίω
View word page
κατ-αμπέχω
καταμπέχωvb of troopscover uptheir helmetsto avoid detectionPlu.

ShortDef

to encompass

Debugging

Headword:
καταμπέχω
Headword (normalized):
καταμπέχω
Headword (normalized/stripped):
καταμπεχω
IDX:
21552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21553
Key:
καταμπέχω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αμπέχω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>αμπέχω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of troops</Indic><Tr>cover up</Tr><Obj>their helmets<Expl>to avoid detection</Expl><Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταμπέχω'}