Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμηλόω
καταμηνῡ́ω
καταμιαίνω
καταμῑ́γνῡμι
καταμιμνήσκομαι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμπέχω
καταμπίσχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύομαι
καταμῡ́ω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
καταμώκησις
καταναγκάζω
View word page
κατάμονος
κατάμονοςονadjκαταμένω of a state of war, honours awarded to someonepersisting, continuingPlb.

ShortDef

permanent

Debugging

Headword:
κατάμονος
Headword (normalized):
κατάμονος
Headword (normalized/stripped):
καταμονος
IDX:
21551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21552
Key:
κατάμονος

Data

{'headword_display': '<b>κατάμονος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατάμονος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταμένω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a state of war, honours awarded to someone</Indic><Tr>persisting, continuing</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατάμονος'}