Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμετρέω
καταμέτρησις
καταμηλόω
καταμηνῡ́ω
καταμιαίνω
καταμῑ́γνῡμι
καταμιμνήσκομαι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμπέχω
καταμπίσχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύομαι
καταμῡ́ω
καταμφικαλύπτω
καταμωκάομαι
View word page
καταμονή
καταμονήῆςfκαταμένω delay, waitbefore doing sthg.Plb.

ShortDef

a remaining

Debugging

Headword:
καταμονή
Headword (normalized):
καταμονή
Headword (normalized/stripped):
καταμονη
IDX:
21549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21550
Key:
καταμονή

Data

{'headword_display': '<b>καταμονή</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταμονή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>καταμένω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>delay, wait<Expl>before doing sthg.</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταμονή'}