Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμερίζομαι
καταμετρέω
καταμέτρησις
καταμηλόω
καταμηνῡ́ω
καταμιαίνω
καταμῑ́γνῡμι
καταμιμνήσκομαι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμπέχω
καταμπίσχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύομαι
καταμῡ́ω
καταμφικαλύπτω
View word page
κατάμομφος
κατάμομφοςονadjκαταμέμφομαι of portentssuch as may be found fault withto be deploredA.

ShortDef

liable to blame, inauspicious

Debugging

Headword:
κατάμομφος
Headword (normalized):
κατάμομφος
Headword (normalized/stripped):
καταμομφος
IDX:
21548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21549
Key:
κατάμομφος

Data

{'headword_display': '<b>κατάμομφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατάμομφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταμέμφομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of portents</Indic><Def>such as may be found fault with</Def><Tr>to be deplored</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'κατάμομφος'}