Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμένω
καταμερίζομαι
καταμετρέω
καταμέτρησις
καταμηλόω
καταμηνῡ́ω
καταμιαίνω
καταμῑ́γνῡμι
καταμιμνήσκομαι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμπέχω
καταμπίσχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύομαι
καταμῡ́ω
View word page
κατα-μισθοφορέω
καταμισθοφορέωcontr.vb use up by paying out as salariesdole outpublic moneyAr. use up on mercenariesone's resourcesAeschin.

ShortDef

to spend in paying

Debugging

Headword:
καταμισθοφορέω
Headword (normalized):
καταμισθοφορέω
Headword (normalized/stripped):
καταμισθοφορεω
IDX:
21547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21548
Key:
καταμισθοφορέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-μισθοφορέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>μισθοφορέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>use up by paying out as salaries</Def><Tr>dole out</Tr><Obj>public money<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Tr>use up on mercenaries</Tr><Obj>one's resources<Au>Aeschin.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'καταμισθοφορέω'}