Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζομαι
καταμετρέω
καταμέτρησις
καταμηλόω
καταμηνῡ́ω
καταμιαίνω
καταμῑ́γνῡμι
καταμιμνήσκομαι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμπέχω
καταμπίσχω
κατάμυσις
καταμύσσω
καταμυττωτεύομαι
View word page
καταμίσγω
καταμίσγωvbseeκαταμείγνῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμίσγω
Headword (normalized):
καταμίσγω
Headword (normalized/stripped):
καταμισγω
IDX:
21546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21547
Key:
καταμίσγω

Data

{'headword_display': '<b>καταμίσγω</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καταμίσγω</HL><PS>vb</PS></HG><XR>see<Ref>καταμείγνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταμίσγω'}