Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζομαι
καταμετρέω
καταμέτρησις
καταμηλόω
καταμηνῡ́ω
καταμιαίνω
καταμῑ́γνῡμι
καταμιμνήσκομαι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμπέχω
καταμπίσχω
κατάμυσις
καταμύσσω
View word page
κατα-μιμνήσκομαι
κατα-μιμνήσκομαιmid.vb make mentionw.gen.of sthg.Call.tm., dub.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμιμνήσκομαι
Headword (normalized):
καταμιμνήσκομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμιμνησκομαι
IDX:
21545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21546
Key:
καταμιμνήσκομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-μιμνήσκομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα-μιμνήσκομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>make mention</Tr><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>of sthg.<Au>Call.<LblR>tm., dub.</LblR></Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταμιμνήσκομαι'}