Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζομαι
καταμετρέω
καταμέτρησις
καταμηλόω
καταμηνῡ́ω
καταμιαίνω
καταμῑ́γνῡμι
καταμιμνήσκομαι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμπέχω
καταμπίσχω
κατάμυσις
View word page
καταμῑ́γνῡμι
καταμῑ́γνῡμι
καταμῑγνύω
vbs
seeκαταμείγνῡμι

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμῑ́γνῡμι
Headword (normalized):
καταμῑ́γνῡμι
Headword (normalized/stripped):
καταμιγνυμι
IDX:
21544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21545
Key:
καταμῑ́γνῡμι

Data

{'headword_display': '<b>καταμῑ́γνῡμι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>καταμῑ́γνῡμι</HL><DL><FmHL>καταμῑγνύω</FmHL></DL><PS>vbs</PS></HG><XR>see<Ref>καταμείγνῡμι</Ref></XR> </XE>', 'key': 'καταμῑ́γνῡμι'}