Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζομαι
καταμετρέω
καταμέτρησις
καταμηλόω
καταμηνῡ́ω
καταμιαίνω
καταμῑ́γνῡμι
καταμιμνήσκομαι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
καταμπέχω
καταμπίσχω
View word page
κατα-μιαίνω
καταμιαίνωvbAeol.aor.masc.nom.ptcpl.
καταμιᾱ́ναις
defile, sullyone's lineagew.dat.w. liesPi. of flawsnoble thingsPl. mid.of a mournerdisfigure oneselfHdt.

ShortDef

to taint, defile

Debugging

Headword:
καταμιαίνω
Headword (normalized):
καταμιαίνω
Headword (normalized/stripped):
καταμιαινω
IDX:
21543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21544
Key:
καταμιαίνω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-μιαίνω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>μιαίνω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>Aeol.aor.masc.nom.ptcpl.</Lbl><Form>καταμιᾱ́ναις</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>defile, sully</Tr><Obj>one's lineage<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. lies</Expl><Au>Pi.</Au></Obj> <vS2><Indic>of flaws</Indic><Obj>noble things<Au>Pl.</Au></Obj></vS2> </vS1> <vS1> <vSGrm><GLbl>mid.</GLbl><Indic>of a mourner</Indic><Tr>disfigure oneself</Tr><Au>Hdt.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>", 'key': 'καταμιαίνω'}