Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζομαι
καταμετρέω
καταμέτρησις
καταμηλόω
καταμηνῡ́ω
καταμιαίνω
καταμῑ́γνῡμι
καταμιμνήσκομαι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
κατάμονος
View word page
κατα-μηλόω
καταμηλόωcontr.vbμήλη medical probe insert a probefig.insertthe funnel of a voting-urninto a thieving official, to make him vomit up what he has stolenAr.

ShortDef

to put in a probe

Debugging

Headword:
καταμηλόω
Headword (normalized):
καταμηλόω
Headword (normalized/stripped):
καταμηλοω
IDX:
21541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21542
Key:
καταμηλόω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-μηλόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>μηλόω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Gr>μήλη</Gr> <ital>medical probe</ital></Ety></vHG> <vS1> <Def>insert a probe</Def><vS2><Indic>fig.</Indic><Tr>insert</Tr><Obj>the funnel of a voting-urn<Expl>into a thieving official, to make him vomit up what he has stolen</Expl><Au>Ar.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'καταμηλόω'}