Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζομαι
καταμετρέω
καταμέτρησις
καταμηλόω
καταμηνῡ́ω
καταμιαίνω
καταμῑ́γνῡμι
καταμιμνήσκομαι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμονή
καταμονομαχέω
View word page
καταμέτρησις
καταμέτρησιςεωςf plotting outof a sitePlb.

ShortDef

measuring out

Debugging

Headword:
καταμέτρησις
Headword (normalized):
καταμέτρησις
Headword (normalized/stripped):
καταμετρησις
IDX:
21540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21541
Key:
καταμέτρησις

Data

{'headword_display': '<b>καταμέτρησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>καταμέτρησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>plotting out<Expl>of a site</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'καταμέτρησις'}