Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμείρομαι
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζομαι
καταμετρέω
καταμέτρησις
καταμηλόω
καταμηνῡ́ω
καταμιαίνω
καταμῑ́γνῡμι
καταμιμνήσκομαι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
καταμονή
View word page
κατα-μετρέω
καταμετρέωcontr.vb measure outapportion grainw.dat.to troopsHdt. measure out the plan of, plot outa temple, the features of a gardenX. Plu.part of an army campw.dat.w. linesPlb. intr., of component partsprovide a measurementof the wholeArist.

ShortDef

to measure out to

Debugging

Headword:
καταμετρέω
Headword (normalized):
καταμετρέω
Headword (normalized/stripped):
καταμετρεω
IDX:
21539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21540
Key:
καταμετρέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-μετρέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>μετρέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Def>measure out</Def><Tr>apportion</Tr> <Obj>grain<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>to troops</Expl><Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> <vS1> <Tr>measure out the plan of, plot out</Tr><Obj>a temple, the features of a garden<Au>X. Plu.</Au></Obj><Obj>part of an army camp<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. lines</Expl><Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Indic>intr., of component parts</Indic><Tr>provide a measurement<Expl>of the whole</Expl></Tr><Au>Arist.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταμετρέω'}