Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμείγνῡμι
καταμείρομαι
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζομαι
καταμετρέω
καταμέτρησις
καταμηλόω
καταμηνῡ́ω
καταμιαίνω
καταμῑ́γνῡμι
καταμιμνήσκομαι
καταμίσγω
καταμισθοφορέω
κατάμομφος
View word page
κατα-μερίζομαι
καταμερίζομαιpass.vb of thingsbe shared outdistributedw.dat.among peopleX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμερίζομαι
Headword (normalized):
καταμερίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμεριζομαι
IDX:
21538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21539
Key:
καταμερίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-μερίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>μερίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>of things</Indic><Tr>be shared out<or/>distributed</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>among people<Au>X.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταμερίζομαι'}