Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμβλῡ́νω
καταμεθύσκω
καταμείγνῡμι
καταμείρομαι
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζομαι
καταμετρέω
καταμέτρησις
καταμηλόω
καταμηνῡ́ω
καταμιαίνω
καταμῑ́γνῡμι
καταμιμνήσκομαι
καταμίσγω
View word page
κατάμεμψις
κατάμεμψιςεωςf criticism, reproachTh.

ShortDef

a blaming, finding fault

Debugging

Headword:
κατάμεμψις
Headword (normalized):
κατάμεμψις
Headword (normalized/stripped):
καταμεμψις
IDX:
21536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21537
Key:
κατάμεμψις

Data

{'headword_display': '<b>κατάμεμψις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>κατάμεμψις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>criticism, reproach</Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'κατάμεμψις'}