Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλῡ́νω
καταμεθύσκω
καταμείγνῡμι
καταμείρομαι
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζομαι
καταμετρέω
καταμέτρησις
καταμηλόω
καταμηνῡ́ω
καταμιαίνω
καταμῑ́γνῡμι
View word page
κατάμεμπτος
κατάμεμπτοςονadjκαταμέμφομαι of old agefound fault withdeplorable, accursedS. κατάμεμπταneut.pl.adv in a manner to be found fault withS.

ShortDef

blamed by all, abhorred

Debugging

Headword:
κατάμεμπτος
Headword (normalized):
κατάμεμπτος
Headword (normalized/stripped):
καταμεμπτος
IDX:
21534
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21535
Key:
κατάμεμπτος

Data

{'headword_display': '<b>κατάμεμπτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>κατάμεμπτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>καταμέμφομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of old age</Indic><Def>found fault with</Def><Tr>deplorable, accursed</Tr><Au>S.</Au></aS1> <Adv><vHG><HL>κατάμεμπτα</HL><PS>neut.pl.adv</PS></vHG> <advS1><Tr>in a manner to be found fault with</Tr><Au>S.</Au></advS1> </Adv></AE>', 'key': 'κατάμεμπτος'}