Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλῡ́νω
καταμεθύσκω
καταμείγνῡμι
καταμείρομαι
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζομαι
καταμετρέω
καταμέτρησις
καταμηλόω
καταμηνῡ́ω
καταμιαίνω
View word page
κατα-μέλλω
καταμέλλωvb delay, procrastinatePlb.

ShortDef

procrastinate

Debugging

Headword:
καταμέλλω
Headword (normalized):
καταμέλλω
Headword (normalized/stripped):
καταμελλω
IDX:
21533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21534
Key:
καταμέλλω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-μέλλω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>μέλλω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>delay, procrastinate</Tr><Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταμέλλω'}