Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλῡ́νω
καταμεθύσκω
καταμείγνῡμι
καταμείρομαι
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζομαι
καταμετρέω
καταμέτρησις
καταμηλόω
καταμηνῡ́ω
View word page
κατα-μελιτόω
καταμελιτόωcontr.vb fig., of a birdfill with honeyi.e. w. sweet songa thicketAr.

ShortDef

to spread over with honey

Debugging

Headword:
καταμελιτόω
Headword (normalized):
καταμελιτόω
Headword (normalized/stripped):
καταμελιτοω
IDX:
21532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21533
Key:
καταμελιτόω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-μελιτόω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>μελιτόω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>fig., of a bird</Indic><Tr>fill with honey<Expl>i.e. w. sweet song</Expl></Tr><Obj>a thicket<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταμελιτόω'}