Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμαντεύομαι
καταμάομαι
καταμαργέω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλῡ́νω
καταμεθύσκω
καταμείγνῡμι
καταμείρομαι
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
καταμερίζομαι
καταμετρέω
View word page
κατα-μείρομαι
κατα-μείρομαιpass.vbpf.ptcpl.
καθειμαρμένος
pf.ptcpl.of eventsordained by fatePlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμείρομαι
Headword (normalized):
καταμείρομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμειρομαι
IDX:
21529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21530
Key:
καταμείρομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-μείρομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα-μείρομαι</HL><PS>pass.vb</PS><FG><Tns><Lbl>pf.ptcpl.</Lbl><Form>καθειμαρμένος</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><vSGrm><GLbl>pf.ptcpl.</GLbl><Indic>of events</Indic><Def>ordained by fate</Def><Au>Plu.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'καταμείρομαι'}