Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταμαλακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμάομαι
καταμαργέω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλῡ́νω
καταμεθύσκω
καταμείγνῡμι
καταμείρομαι
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
καταμένω
View word page
κατα-μεθύσκω
καταμεθύσκωvbaor.ptcpl.
καταμεθύσᾱς
makew.acc.someonedrunkHdt. Pl.pass.be made drunk, get drunkPlb.

ShortDef

to make quite drunk

Debugging

Headword:
καταμεθύσκω
Headword (normalized):
καταμεθύσκω
Headword (normalized/stripped):
καταμεθυσκω
IDX:
21527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21528
Key:
καταμεθύσκω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-μεθύσκω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>μεθύσκω</HL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>aor.ptcpl.</Lbl><Form>καταμεθύσᾱς</Form></Tns></FG></vHG> <vS1> <Tr>make<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>someone</Prnth>drunk</Tr><Au>Hdt. Pl.</Au><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Def>be made drunk, get drunk</Def><Au>Plb.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'καταμεθύσκω'}