Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλωφάω
καταμαλακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμάομαι
καταμαργέω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλῡ́νω
καταμεθύσκω
καταμείγνῡμι
καταμείρομαι
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
κατάμεμψις
View word page
κατ-αμβλῡ́νω
καταμβλῡ́νωvb fig.take the edge off, bluntsomeone's passionS.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμβλῡ́νω
Headword (normalized):
καταμβλῡ́νω
Headword (normalized/stripped):
καταμβλυνω
IDX:
21526
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21527
Key:
καταμβλῡ́νω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αμβλῡ́νω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>αμβλῡ́νω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>fig.</Indic><Tr>take the edge off, blunt</Tr><Obj>someone's passion<Au>S.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'καταμβλῡ́νω'}