Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαλακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμάομαι
καταμαργέω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλῡ́νω
καταμεθύσκω
καταμείγνῡμι
καταμείρομαι
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
καταμέμφομαι
View word page
κατ-αμάω
καταμάωcontr.vb fig., of a cleaver, an Erinys and derangement, as representing disaster for a housemow downa ray of hopeS.tm.

ShortDef

to scrape over, pile up, heap up

Debugging

Headword:
καταμάω
Headword (normalized):
καταμάω
Headword (normalized/stripped):
καταμαω
IDX:
21525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21526
Key:
καταμάω

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αμάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>αμάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Indic>fig., of a cleaver, an Erinys and derangement, as representing disaster for a house</Indic><Tr>mow down</Tr><Obj>a ray of hope<Au>S.<LblR>tm.</LblR></Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταμάω'}