Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλῡ́ω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαλακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμάομαι
καταμαργέω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλῡ́νω
καταμεθύσκω
καταμείγνῡμι
καταμείρομαι
καταμελετάω
καταμελέω
καταμελιτόω
καταμέλλω
κατάμεμπτος
View word page
κατα-μάχομαι
καταμάχομαιmid.vb defeat in battleenemiesPlu.

ShortDef

to subdue, conquer

Debugging

Headword:
καταμάχομαι
Headword (normalized):
καταμάχομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμαχομαι
IDX:
21524
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21525
Key:
καταμάχομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-μάχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>μάχομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>defeat in battle</Tr><Obj>enemies<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταμάχομαι'}