Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλύτης
καταλῡ́ω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαλακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμάομαι
καταμαργέω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλῡ́νω
καταμεθύσκω
καταμείγνῡμι
καταμείρομαι
καταμελετάω
καταμελέω
View word page
κατα-μαργέω
καταμαργέωIon.contr.vbμαργάω be thoroughly madw.dat.w. envyHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμαργέω
Headword (normalized):
καταμαργέω
Headword (normalized/stripped):
καταμαργεω
IDX:
21521
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21522
Key:
καταμαργέω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-μαργέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>μαργέω</HL><PS>Ion.contr.vb</PS><Ety><Ref>μαργάω</Ref></Ety></vHG> <vS1> <Tr>be thoroughly mad</Tr><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. envy<Au>Hdt.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'καταμαργέω'}