Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλῡμαίνομαι
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλύτης
καταλῡ́ω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαλακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμάομαι
καταμαργέω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλῡ́νω
καταμεθύσκω
καταμείγνῡμι
καταμείρομαι
καταμελετάω
View word page
κατ-αμάομαι
καταμάομαιmid.contr.vb heap updirtIl.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμάομαι
Headword (normalized):
καταμάομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμαομαι
IDX:
21520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21521
Key:
καταμάομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατ-αμάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατ<hyph/>αμάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>heap up</Tr><Obj>dirt<Au>Il.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταμάομαι'}