Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

κατάλυμα
καταλῡμαίνομαι
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλύτης
καταλῡ́ω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαλακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμάομαι
καταμαργέω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλῡ́νω
καταμεθύσκω
καταμείγνῡμι
καταμείρομαι
View word page
κατα-μαντεύομαι
καταμαντεύομαιmid.vb predict, divinethe futurePlb.w. ἐκ + gen.fr. the pastArist.

ShortDef

to divine, surmise

Debugging

Headword:
καταμαντεύομαι
Headword (normalized):
καταμαντεύομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμαντευομαι
IDX:
21519
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21520
Key:
καταμαντεύομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-μαντεύομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>μαντεύομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>predict, divine</Tr><Obj>the future<Au>Plb.</Au></Obj><Obj><Indic><GLbl>w. <Ref>ἐκ</Ref> + gen.</GLbl>fr. the past</Indic><Au>Arist.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταμαντεύομαι'}