Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλοχίζω
καταλοχισμός
κατάλυμα
καταλῡμαίνομαι
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλύτης
καταλῡ́ω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαλακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμάομαι
καταμαργέω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
καταμβλῡ́νω
καταμεθύσκω
View word page
κατα-μαλακίζομαι
καταμαλακίζομαιpass.vb become softenervatedX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
καταμαλακίζομαι
Headword (normalized):
καταμαλακίζομαι
Headword (normalized/stripped):
καταμαλακιζομαι
IDX:
21517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21518
Key:
καταμαλακίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>κατα-μαλακίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>μαλακίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>become soft<or/>enervated</Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'καταμαλακίζομαι'}