Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

καταλούομαι
κατᾱλοφάδεια
καταλοχίζω
καταλοχισμός
κατάλυμα
καταλῡμαίνομαι
καταλύσιμος
κατάλυσις
καταλύτης
καταλῡ́ω
καταλωβάω
καταλωφάω
καταμαλακίζομαι
καταμανθάνω
καταμαντεύομαι
καταμάομαι
καταμαργέω
καταμάρπτω
καταμαρτυρέω
καταμάχομαι
καταμάω
View word page
κατα-λωβάω
καταλωβάωcontr.vb mutilate, dismembercaptivesPlb.

ShortDef

mutilate

Debugging

Headword:
καταλωβάω
Headword (normalized):
καταλωβάω
Headword (normalized/stripped):
καταλωβαω
IDX:
21515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-21516
Key:
καταλωβάω

Data

{'headword_display': '<b>κατα-λωβάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>κατα<hyph/>λωβάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1> <Tr>mutilate, dismember</Tr><Obj>captives<Au>Plb.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'καταλωβάω'}